χαλκευτική

χαλκευτική

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "χαλκευτική" в других словарях:

  • χαλκευτικῇ — χαλκευτικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκευτική — χαλκευτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκευτικός — ή, ό / χαλκευτικός, ή, όν, ΝΜΑ [χαλκεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χαλκευτή 2. το θηλ. ως ουσ. η χαλκευτική η τέχνη τού χαλκευτή (α. «ασχολείται με τη χαλκευτική» β. «ὥσπερ ἡ ἰατρική καὶ ἡ χαλκευτικὴ καὶ ἡ τεκτονική», Ξεν.) αρχ. ο… …   Dictionary of Greek

  • χαλκεία — Γιορτή των αρχαίων Αθηναίων, που αποσκοπούσε στην απόδοση τιμής, στον Ήφαιστο και στην Αθηνά Εργάνη. Η γιορτή αυτή, που ήταν στους παλαιότερους χρόνους ιδιαίτερα δημοφιλής, άρχισε να παρακμάζει τον 4o αι. π.Χ. και τελικά την τηρούσαν μόνο όσοι… …   Dictionary of Greek

  • Δημήτριος ο Μυροβλήτης — (Θεσσαλονίκη 280 – 304 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Προερχόταν από ευγενή οικογένεια της Θεσσαλονίκης και έλαβε όλα τα εφόδια για μια πετυχημένη σταδιοδρομία. Νέος ακόμα κατέλαβε ανώτερα πολιτικά και στρατιωτικά αξιώματα, αυτό όμως …   Dictionary of Greek

  • Κηδαλίων — Μυθολογικό πρόσωπο. Καταγόταν από τη Νάξο και δίδαξε τη χαλκευτική τέχνη στον Ήφαιστο, όταν η Ήρα τον έστειλε σε αυτόν για εκπαίδευση. Ο Κ. ήταν ο ήρωας σε ομώνυμο δράμα του Σοφοκλή …   Dictionary of Greek

  • Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …   Dictionary of Greek

  • ԴԱՐԲՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0604 Chronological Sequence: Early classical, 7c գ. χαλκευτική Արհեստ դարբնաց. երկաթագործութիւն. պղնձագործութիւն. դարբնականն (ըստ յն. ոճոյ). ... *Որ զդարբնաթիւնն ուսեալ, կամ զայլ արուեստս. Յճխ. ՟Ե: *Որպէս ի դարբնութենէ դարբինն: Զնոյն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՊՂՆՁԱԳՈՐԾՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0654 Chronological Sequence: 5c գ. χαλκευτική ars aeraria. Արհեստ պղնձագործաց. ... *Ոչ պղնձագործութեան կատարումն գործւով բրուտութեանն հասու լինել բնաւորեցաւ. Բրս. հց …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • χαλκευτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χαλκιά. 2. το θηλ. ως ουσ., χαλκευτική δηλώνει την τέχνη του χαλκιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαλκουργία — η το επάγγελμα του χαλκουργού, η χαλκευτική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»